- καφεϊνισμός
- και καφεϊσμός, οχρόνια δηλητηρίαση από καφέ η οποία εκδηλώνεται με αίσθημα παλμών, δυσπεψία, ευερεθιστότητα και αϋπνία.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cafeisme < cafe].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καφεϊσμός — ο βλ. καφεϊνισμός … Dictionary of Greek